- ἡμερόφαντος
- ἡμερό-φαντος, ον,A appearing by day,
ὄναρ A.Ag.82
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὄναρ A.Ag.82
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημερόφαντος — ἡμερόφαντος, ον (Α) αυτός που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια τής ημέρας («ὄναρ ἡμερόφαντον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαντος (< φαίνω), πρβλ. ά φαντος, τηλέ φαντος] … Dictionary of Greek
ἡμερόφαντον — ἡμερόφαντος appearing by day masc/fem acc sg ἡμερόφαντος appearing by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek